αἴνιγμα

αἴνιγμα
αἴνιγμα, ατος, τό,
A dark saying, riddle, Pi.Fr.177, A.Pr.610, etc., cf. LXX De.28.37 : freq. in pl., ἐξ αἰνιγμάτων in riddles, darkly, A.Ag. 1112,1183;

δι' αἰνιγμάτων Aeschin.3.121

(v.l.), etc. ;

ἐν αἰνίγματι 1 Ep.Cor.13.12

; αἴ. προβάλλειν, ξυντιθέναι, πλέκειν to make a riddle, Pl.Chrm.162b, Ap.27a, Plu.2.988a; opp. διειπεῖν, εἰδέναι, S.OT 393,1525;

μαθεῖν E.Ph.48

.
II taunt, Aristaenet.1.27.
III ambush ([place name] Theban), Palaeph.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αίνιγμα —         (ainigma) (греч.); aenigma (лат.) иносказание, загадка, символ, энигма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • αἴνιγμα — dark saying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • αίνιγμα — το, ατος 1. φράση σκόπιμα ασαφής ή διφορούμενη που το νόημά της πρέπει κανείς να το μαντέψει: Πολλές φορές τα βράδια μαζεύονταν και διασκέδαζαν λέγοντας αινίγματα. 2. σκοτεινός, ακατανόητος (για ανθρώπους ή πράγματα): Αυτός ο άνθρωπος είναι σωστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἴνιγμ' — αἴνιγμα , αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνιγμάτων — αἴνιγμα dark saying neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγμασι — αἴνιγμα dark saying neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγμασιν — αἴνιγμα dark saying neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγματα — αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγματι — αἴνιγμα dark saying neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγματος — αἴνιγμα dark saying neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”